κόσμου Man.4.553
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δίνημα — δίνημα, το (Α) [δινώ] το δίνευμα … Dictionary of Greek
δινήματι — δίνημα rotation neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)